- προικοθήρας
- οαυτός που επιδιώκει να πάρει προίκα με το γάμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προικοθήρας — ο, Ν αυτός που επιζητεί να πάρει με γάμο μεγάλη προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 σε άγνωστο ποιητή] … Dictionary of Greek
προικοθηρώ — έω, Ν [προικοθήρας] επιζητώ να πάρω μεγάλη προίκα, είμαι προικοθήρας … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
προικοθηρία — η, Ν το να επιζητεί κανείς να πάρει μεγάλη προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προικοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 σε αθηναϊκή επιγραφή] … Dictionary of Greek
προικοθηρώ — επιδιώκω μεγάλη προίκα, είμαι προικοθήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)